- επαναφορά
- η1. η επάνοδος στην προηγούμενη κατάσταση, η αποκατάσταση: Η επαναφορά των υπαλλήλων που απολύθηκαν.2. σχήμα λόγου στο οποίο επαναφέρουμε, δηλ. επαναλαμβάνουμε την ίδια λέξη ή φράση στην αρχή αλλεπάλληλων προτάσεων, η επανάληψη, η αναφορά: Κλαίνε τα δέντρα, κλαίνε, κλαίνε τα κλαριά, κλαίνε και τα λημέρια (δημ.).3. στη μεταλλοτεχνία, η θερμική κατεργασία βαμμένων μετάλλων για την καλύτερη διατήρηση της βαφής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.